σπούδαζε

σπούδαζε
σπουδάζω
to be busy
pres imperat act 2nd sg
σπουδάζω
to be busy
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • σοφτάς — ο, Ν μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής, που σπούδαζε με κρατική υποτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. softa] …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… …   Dictionary of Greek

  • Βιτάλης, Γεώργιος — (Υστέρνια, Τήνος 1840 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1901).Γλύπτης. Εξάδελφος των γλυπτών Φυτάλη, εγκαταστάθηκε νεότατος στην Αθήνα και μαθήτευσε στο εργαστήριό τους ασκούμενος κυρίως στη μαρμαρογλυφία, ενώ παράλληλα σπούδαζε στο πολυτεχνείο με καθηγητή …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμενής, Βασίλειος — (Κεφαλονιά 1896 – Αθήνα 1964). Ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης. Πήρε τα πρώτα μαθήματα στην Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας. Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδαζε συγχρόνως στη νομική και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Γ., εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης, Κώστας — (Κέρκυρα 1948 – Γένοβα 1970). Αγωνιστής και μάρτυρας του αντιδικτατορικού κινήματος. Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Γένοβα, όπου ανέπτυξε δράση κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Αυτοπυρπολήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόρ, Ντένις — (Dennis Gabor, Βουδαπέστη 1900 – 1979). Ούγγρος φυσικός επιστήμονας. Αποφοίτησε το 1924 από το πολυτεχνείο του Βερολίνου, από το οποίο έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1927. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα στη σχολή… …   Dictionary of Greek

  • Έμπυλος ο Ρόδιος — (1ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος της ρητορικής. Συνδέθηκε φιλικά με τον Βρούτο, την εποχή που ο τελευταίος σπούδαζε ρητορική στη Ρόδο. Αργότερα ταξίδεψε στη Ρώμη και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. Έγραψε διατριβή με τίτλο Βρούτος, στην οποία δικαιολογεί τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”